υδροϊωδικός

υδροϊωδικός
-ή, -ό
που περιέχει υδροϊώδιο (βλ. λ.): Υδροϊωδικό οξύ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υδροϊωδικός — ή, ό, Ν 1. χημ. αυτός που περιέχει υδροϊώδιο 2. φρ. «υδροϊωδικό οξύ» χημ. περιληπτική ονομασία τών υδατικών διαλυμάτων τού υδροϊωδίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδροϊώδιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”